- λαθρεμπόριο
- Σύμφωνα με ορισμένες νομοθεσίες (γερμανική, βελγική, ισπανική) και κατά την κοινώς διαδεδομένη έννοια του όρου, λ. θεωρείται η εισαγωγή απαγορευμένων εμπορευμάτων σε μια χώρα. Κατά την ελληνική νομοθεσία (ν. 1165/1918 «περί τελωνειακού κώδικος», όπως τροποποιήθηκε) λ. είναι η εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορεύματος, είτε χωρίς την καταβολή του νόμιμου δασμού, τέλους κλπ., είτε σε τόπο ή χρόνο διαφορετικό από εκείνον που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή. Ακόμη ως λ. θεωρείται κάθε ενέργεια που αποβλέπει στη στέρηση από το Δημόσιο των δασμών, των τελών, των φόρων και των δικαιωμάτων που προβλέπεται να καταβάλλονται με την εισαγωγή προϊόντων. Κατά την παραπάνω έννοια, λ. αποτελεί η εισαγωγή εμπορευμάτων των οποίων η κυκλοφορία απαγορεύεται στην Ελλάδα, αλλά και η εξαγωγή εμπορευμάτων, εκτός αν με έγγραφη άδεια της αρμόδιας αρχής αυτή έχει επιτραπεί ως εξαίρεση της ανωτέρω απαγόρευσης.
Εκτός από τις προβλεπόμενες κύριες ποινές, η καταδίκη για λ. συνεπάγεται αυτοδίκαια ορισμένες ποινές (π.χ. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων), τη δήμευση των εμπορευμάτων και, ενδεχομένως, την αστική ευθύνη του υπόχρεου.
Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας ανάγει σε αξιόποινο αδίκημα την εισαγωγή σε ελληνικό πλοίο –και σε ορισμένες περιπτώσεις και σε αλλοδαπό– αντικειμένων που μπορεί να προκαλέσουν τη δήμευση του πλοίου. Δράστης αυτού του αδικήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση, μπορεί να είναι απλός επιβάτης ή μέλος του πληρώματος ή και κάθε άλλο πρόσωπο.
* * *τοη εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων χωρίς καταβολή τών ανάλογων δασμών, τελών ή φόρων ή η εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων που είναι απαγορευμένα ή η διάθεση πραγμάτων ατελούς εισαγωγής ή μειωμένης δασμολόγησης, καθώς και οποιαδήποτε παράβαση τού τελωνειακού κώδικα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. contrebande. Η λ., στον λόγιο τ. λαθρεμπόριον, μαρτυρείται από το 1809 στον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη].
Dictionary of Greek. 2013.